Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαργανώνω
1 εγγραφή
σπαργανώνω [sparγanóno] -ομαι Ρ1 : τυλίγω ένα βρέφος με σπάργανα, φασκιώνω.

[λόγ. < αρχ. σπαργαν(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες