Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαρακτικός
1 εγγραφή
σπαραχτικός -ή -ό [sparaxtikós] & σπαρακτικός -ή -ό [sparaktikós] Ε1 : που εκφράζει ένα βαθύτατο συναίσθημα ψυχικού πόνου, θλίψης, με τόσο έντονο τρόπο, ώστε να προκαλεί σπαραγμό: Σπαραχτικοί θρήνοι. Σπαραχτικό μοιρολόι / κλάμα. Σπαρακτικές φωνές ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια. σπαραχτικά ΕΠIΡΡ: Έκλαιγε ~, με τρόπο σπαραχτικό, με σπαραγμούς.

[μσν. σπαρακτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < σπαρακ- (σπαράζω) -τικός· λόγ. < μσν. σπαρακτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες