Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαραγμός
1 εγγραφή
σπαραγμός ο [sparaγmós] Ο17 : I. Εμφύλιος ~, για ένοπλη σύγκρουση ή οξύτατη διαμάχη ή αντιπαράθεση μεταξύ ομοφύλων· (πρβ. αλληλοσπαραγμός). II. βαθύτατη θλίψη, μεγάλος, ψυχικός πόνος: Tους αποχωρίστηκα με σπαραγμό ψυχής, με πόνο (ψυχής).

[λόγ. < αρχ. σπαραγμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες