Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπανός
1 εγγραφή
σπανός -ή -ό [spanós] Ε1 : 1. (ως ουσ.) ο σπανός, άντρας που από τη φύση του δεν έχει καθόλου γένια και μουστάκι. ΠAΡ ΦΡ μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, όλα είναι κατορθωτά, εφικτά. || (ως επίθ.): Σπανό πρόσωπο. 2. για τόπο που δεν έχει καθόλου βλάστηση· γυμνός, φαλακρός. ANT κατάφυτος: Σπανό βουνό. Σπανή πλαγιά.

[μσν. σπανός σύντμ. του ελνστ. σπαν(οπώγων) `που έχει αραιά γένια΄ -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες