Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθωτός
1 εγγραφή
σπαθωτός -ή -ό [spaθotós] Ε1 : που μοιάζει στο σχήμα με σπαθί· σπαθοειδής: Σπαθωτά φύλλα.

[λόγ. σπάθ(η) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες