Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπαθοφόρος ο [spaθofóros] Ο18 : (συνήθ. ως επίθ.) αυτός που έχει ως κύριο όπλο του τη σπάθη ή το σπαθί· οπλισμένος με σπάθη ή με σπαθί: Tον συνόδευαν σπαθοφόροι σωματοφύλακες.
[λόγ. σπάθ(η) -ο- + -φόρος μτφρδ. αγγλ.(;) sword-bearing]