Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθοειδής
1 εγγραφή
σπαθοειδής -ής -ές [spaθoiδís] Ε10 : που μοιάζει στο σχήμα με σπαθί· σπαθωτός: Σπαθοειδή φύλλα.

[λόγ. σπάθ(η) -ο- + -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες