Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθιστής
1 εγγραφή
σπαθιστής ο [spaθistís] Ο7 : αυτός που ξέρει και χειρίζεται τη σπάθη· (πρβ. ξιφομάχος): Επιδέξιος / έμπειρος ~. || συνηθέστερα, ο αθλητής σπαθασκίας.

[λόγ. σπαθισ- (σπαθίζω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες