Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπαθιστής ο [spaθistís] Ο7 : αυτός που ξέρει και χειρίζεται τη σπάθη· (πρβ. ξιφομάχος): Επιδέξιος / έμπειρος ~. || συνηθέστερα, ο αθλητής σπαθασκίας.
[λόγ. σπαθισ- (σπαθίζω) -τής]