Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθί
5 εγγραφές [1 - 5]
σπαθί το [spaθí] Ο43 : 1. αγχέμαχο όπλο με μακριά λεπίδα: Δίστομο / δαμασκί ~. H κόψη του σπαθιού. ΦΡ με το ~ μου, αποκλειστικά και μόνο με την προσωπική μου αξία, ικανότητα, χωρίς βοήθεια ή υποστήριξη από αλλού: Kερδίζω / πετυχαίνω κτ. με το ~ μου. Πήρε άριστα και με το ~ του. κόβει το ~ του, έχει μεγάλη δύναμη, εξουσία. το πρόσωπο είναι ~, η παρουσία χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, η απευθείας προσωπική επικοινωνία, επαφή φέρνει άμεσα αποτελέσματα. ο λόγος του είναι ~, για άνθρωπο που κρατά το λόγο του, τις υποσχέσεις του. είναι άνθρωπος ~, κρατά το λόγο του, τις υποσχέσεις του. (δε δέχεται / δε σηκώνει) μύγα* στο ~ του. || σε επιρρηματική χρήση. ΦΡ ξηγιέμαι* ~. 2. (ειδ.) μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα το μαύρο τριφύλλι: Άσος / ρήγας / ντάμα / δέκα ~. σπαθάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: μσν. σπαθίν < ελνστ. σπαθίον υποκορ. του αρχ. σπάθη· 2: σημδ. ιταλ. spade (πληθ.)]

σπαθιά η [spaθxá] Ο24 : χτύπημα με σπαθί: Tου δίνει δυο δυνατές σπαθιές και τον σκοτώνει. || ουλή από τραύμα με σπαθί.

[μσν. σπαθία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < σπαθέα < σπαθ(ίν) -έα > -ιά]

σπαθίζω [spaθízo] Ρ2.1α : α. χτυπώ με σπάθη ή με σπαθί: Όρμησε κατά πάνω τους σπαθίζοντας δεξιά κι αριστερά. || ασκούμαι στο χειρισμό σπάθης. β. (μτφ.) χτυπώ, διαπερνώ όπως το σπαθί: Tα χελιδόνια σπάθιζαν τον αέρα. Tα κουπιά σπάθιζαν τα νερά της θάλασσας.

[λόγ. < ελνστ. σπαθίζω]

σπαθισμός ο [spaθizmós] Ο17 : χτύπημα με σπάθη ή με σπαθί· σπαθιά: Επιδέξιος ~.

[λόγ. < μσν. σπαθισμός < σπαθισ- (σπαθίζω) -μός]

σπαθιστής ο [spaθistís] Ο7 : αυτός που ξέρει και χειρίζεται τη σπάθη· (πρβ. ξιφομάχος): Επιδέξιος / έμπειρος ~. || συνηθέστερα, ο αθλητής σπαθασκίας.

[λόγ. σπαθισ- (σπαθίζω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες