Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαθάτος
1 εγγραφή
σπαθάτος -η -ο [spaθátos] Ε3 : (προφ.) 1. σπαθοφόρος. 2. (για πρόσ.) α. που είναι ψηλός και λεπτός: Σπαθάτο λυγερό κορμί. β. (ειδικότ., στη χαρτομαντική) καστανός: Σου πέφτει ένας ~, ενδιαφέρεται για σένα ή θα τον συναντήσεις.

[σπαθ(ί) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες