Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαγγοραμμένος
1 εγγραφή
σπαγγοραμμένος -η -ο [spaŋgoraménos] Ε3 : ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που διακρίνεται για την τσιγκουνιά του· σπάγγος, τσιγκούνης, φιλάργυρος. || (ως ουσ.).

[σπάγγ(ος) -ο- + ραμμένος μππ. του ράβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες