Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπαγγοραμμένος -η -ο [spaŋgoraménos] Ε3 : ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που διακρίνεται για την τσιγκουνιά του· σπάγγος, τσιγκούνης, φιλάργυρος. || (ως ουσ.).
[σπάγγ(ος) -ο- + ραμμένος μππ. του ράβω]