Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαγγιά
1 εγγραφή
σπαγγιά η [spangá] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) τσιγκουνιά.

[σπάγγ(ος)2 -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες