Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίτωμα
1 εγγραφή
σπίτωμα το [spítoma] Ο49 : (προφ.) η εξασφάλιση κατοικίας ή η εγκατάσταση κάποιου σε σπίτι.

[σπιτώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες