Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίρτο
5 εγγραφές [1 - 5]
σπίρτο το [spírto] Ο39 : 1. λεπτό ξυλαράκι, στην άκρη του οποίου υπάρχει μικρή κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που αναφλέγεται με την τριβή επάνω σε ειδική επιφάνεια: Ένα κουτί σπίρτων / σπίρτα. Aνάβω ένα ~. Kαμένο ~. ΦΡ είναι ~ (μοναχό), για άνθρωπο πολύ έξυπνο. 2. (λαϊκότρ.) το οινόπνευμα και ως χαρακτηρισμός πολύ δυνατού οινοπνευματώδους ποτού του οποίου η περιεκτικότητα σε οινόπνευμα είναι μεγάλη: Tι τσίπουρο είναι αυτό! σκέτο ~.

[ιταλ. spirito (στη σημ. 2) με συγκ. του άτ. [i] ή παλ. ιταλ. spirto]

σπιρτόζικος -η -ο [spirtózikos] Ε5 : (οικ.) για λόγο, συμπεριφορά κτλ. που ταιριάζει σε άνθρωπο σπιρτόζο, που χαρακτηρίζει άνθρωπο σπιρτόζο: Σπιρτόζικα καλαμπούρια / ανέκδοτα. Σπιρτόζικες απαντήσεις. Σπιρτόζικο βλέμμα.

[σπιρτόζ(ος) -ικος]

σπιρτόζος -α -ο [spirtózos] Ε4 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πνευματώδους και χαριτωμένου. || (ως ουσ.).

[ιταλ. spiritoso με συγκ. του άτ. [i] ]

σπιρτόκουτο το [spirtókuto] Ο41 & σπιρτοκούτι το [spirtokúti] Ο44 : μικρό χάρτινο κουτί με σπίρτα1. || Διαμερίσματα σαν σπιρτόκουτα, τυποποιημένα, μικρά και στενόχωρα.

[σπίρτ(ο) -ο- + κουτ(ί) -ο, κουτ(ί) -ι]

σπιρτόξυλο το [spirtóksilo] Ο41 : το μικρό ξύλινο στέλεχος του σπίρτου. || Λεπτός / αδύνατος σαν ~, πολύ αδύνατος άνθρωπος.

[σπίρτ(ο) -ο- + ξύλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες