Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπέκουλα
7 εγγραφές [1 - 7]
σπέκουλα η [spékula] Ο27α : 1. (παρωχ.) κερδοσκοπία ή καιροσκοπία. 2. (προφ.) εκμετάλλευση ευκαιρίας για πολιτική προπαγάνδιση. || λόγος που σπεκουλάρει: Άσε τις σπέκουλες και απάντησε σ΄ αυτό που σε ρωτώ.

[σπεκουλ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)]

σπεκουλαδόρικος -η -ο [spekulaδórikos] Ε5 : (προφ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπεκουλαδόρο. α. (παρωχ.) κερδοσκοπικός: Σπεκουλαδόρικες δουλειές. || που προέρχεται από σπέκουλα: Σπεκουλαδόρικο κέρδος. β. Σπεκουλαδόρικες απαντήσεις / ερωτήσεις, που σπεκουλάρουν.

[σπεκουλαδόρ(ος) -ικος]

σπεκουλαδόρος ο [spekulaδóros] Ο18 : (προφ.) αυτός που συνηθίζει ή είναι ικανός να σπεκουλάρει. α. (παρωχ.) κερδοσκόπος, σπεκουλάντης: Γέμισε η αγορά αεριτζήδες και σπεκουλαδόρους. β. αυτός που σπεκουλάρει (συνήθ. σε πολιτικές συζητήσεις): Θρασύτατος ~ και φυσικά κακόπιστος συζητητής.

[ιταλ. specul(atore) με προσαρμ. στο επίθημα -αδόρος]

σπεκουλάντης ο [spekulándis] Ο11 : (παρωχ.) ο κερδοσκόπος.

[ιταλ. speculant(e) -ης]

σπεκουλάρισμα το [spekulárizma] Ο49 : (προφ.) 1. η ενέργεια του σπεκουλάρω· σπέκουλα. 2α. (παρωχ.) επιδίωξη υπερβολικού κέρδους· κερδοσκοπία. β. εκμετάλλευση ευκαιρίας για προπαγάνδιση.

[σπεκουλαρισ- (σπεκουλάρω) -μα]

σπεκουλάρω [spekuláro] Ρ6α : 1. (παρωχ.) επιδιώκω υπερβολικό κέρδος· κερδοσκοπώ. 2. (προφ.) επιχειρώ να εκμεταλλευτώ ή εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία για να προπαγανδίσω την άποψή μου, συνήθ. στη διάρκεια μιας συζήτησης. || Όσοι δε λογαριάζουν το λαό σπεκουλάρουν ανεύθυνα πά νω στις ευαισθησίες του, τις εκμεταλλεύονται στηριζόμενοι σε αυτές.

[ιταλ. specular(e) ]

σπεκουλάτορας ο [spekulátoras] Ο5 : ο σπεκουλαδόρος.

[λόγ. < ελνστ. σπεκουλάτωρ, αιτ. -ορα `πρόσκοπος΄ < λατ. speculator κατά τη σημ. του σπεκουλάρω & του ιταλ. speculatore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες