Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπάργανα
1 εγγραφή
σπάργανα τα [spárγana] Ο40 : η μακριά και πλατιά ταινία με την οποία άλλοτε τύλιγαν τα βρέφη, φασκιά. ΦΡ βρίσκομαι / είμαι στα ~, για ό,τι βρίσκεται στην αρχή αρχή της ύπαρξής του, έχει μόλις δημιουργηθεί, αλλά δεν έχει ακόμη αρχίσει να αναπτύσσεται: Tο ελληνικό κράτος ήταν ακόμη στα ~.

[λόγ. πληθ. < αρχ. σπάργανον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες