Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπάργανα τα [spárγana] Ο40 : η μακριά και πλατιά ταινία με την οποία άλλοτε τύλιγαν τα βρέφη, φασκιά. ΦΡ βρίσκομαι / είμαι στα ~, για ό,τι βρίσκεται στην αρχή αρχή της ύπαρξής του, έχει μόλις δημιουργηθεί, αλλά δεν έχει ακόμη αρχίσει να αναπτύσσεται: Tο ελληνικό κράτος ήταν ακόμη στα ~.
[λόγ. πληθ. < αρχ. σπάργανον]