Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπάλαθο
1 εγγραφή
σπάλαθο το [spálaθo] Ο41 : το φυτό ασπάλαθος.

[αρχ. σπάλαθος ὁ, ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες