Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούρσιμο
1 εγγραφή
σούρσιμο το [súrsimo] Ο50 : (προφ., λαϊκότρ.) σύρσιμο.

[< σύρσιμο κατά το σούρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες