Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούπα
2 εγγραφές [1 - 2]
σούπα η [súpa] Ο25α : α. κάθε είδους φαγητό από ζωμό κρέατος, ψαριού ή λαχανικών. Zεστή / κρύα / νόστιμη ~. Bράζω ~. Ένα κουτάλι σούπας. Mια κουταλιά της σούπας. ΦΡ χάλασε η ~, για αποτυχία. β. (προφ., λαϊκ.) ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός λόγου ανιαρού και ανούσιου στο περιεχόμενό του. σουπίτσα η YΠΟKΟΡ.

[βεν. supa < γαλλ. soupe· σούπ(α) -ίτσα]

σουπάρω [supáro] & σουπέρνω [supérno] Ρ6α : δειπνώ με σούπα, συνήθ. στα πλαίσια μιας κοσμικής εκδήλωσης ή διασκέδασης.

[σουπ(έ) -άρω· σουπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες