Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφόκλειος -α -ο [sofóklios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον τραγικό ποιητή της αρχαίας Ελλάδας Σοφοκλή: Σοφόκλειο δράμα. Σοφόκλεια τραγωδία. Σοφόκλειο ιαμβικό τρίμετρο.
[λόγ. < ελνστ. Σοφόκλειος]