Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοφιλιάζω
1 εγγραφή
σοφιλιάζω [sofilázo] Ρ2.1α : (προφ., λαϊκότρ.) συναρμόζω.

[συ(ν)- φιλιάζω < φηλ(ί) -ιάζω, παρετυμ. ισο- (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες