Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφιλιάζω [sofilázo] Ρ2.1α : (προφ., λαϊκότρ.) συναρμόζω.
[συ(ν)- φιλιάζω < φηλ(ί) -ιάζω, παρετυμ. ισο- (ορθογρ. απλοπ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[συ(ν)- φιλιάζω < φηλ(ί) -ιάζω, παρετυμ. ισο- (ορθογρ. απλοπ.)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |