Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουτζουκάκι
1 εγγραφή
σουτζουκάκι το [sudzukáki] Ο44α : (πληθ.) φαγητό από κιμά και διάφορα καρυκεύματα, που τον έχουν πλάσει σε μικρούς κυλίνδρους: Ψητά / σμυρναίικα σουτζουκάκια. Σουτζουκάκια σχάρας / φούρνου. || (σπάν. εν.) για το κάθε ένα τεμάχιο.

[τουρκ. sucuk -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες