Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουρτούκο το [surtúko] Ο39 : κοντό και φαρδύ αντρικό επανωφόρι ή σακάκι.
[βεν. sortu `γυναικείο πανωφόρι΄ < γαλλ. surtout ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) (προσθήκη -κο;)]