Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουρουκλεμές ο [suruklemés] Ο13 : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |