Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουρεαλισμός
1 εγγραφή
σουρεαλισμός ο [surealizmós] Ο17 : ο υπερρεαλισμός.

[λόγ. < γαλλ. sur réalisme (ορθογρ. δαν.) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες