Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουπερμάρκετ
1 εγγραφή
σουπερμάρκετ το [súpermárket] Ο (άκλ.) : μεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται λιανικώς ποικίλα είδη ευρείας κατανάλωσης (τρόφιμα, ρουχισμός, οικιακά σκεύη κτλ.). || καταχρηστικά, για διαφημιστικούς λόγους, και σε επιγραφές μικρών καταστημάτων.

[λόγ. < αγγλ. supermarket]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες