Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουπέ
5 εγγραφές [1 - 5]
σουπάρω [supáro] & σουπέρνω [supérno] Ρ6α : δειπνώ με σούπα, συνήθ. στα πλαίσια μιας κοσμικής εκδήλωσης ή διασκέδασης.

[σουπ(έ) -άρω· σουπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

σουπέ το [supé] Ο (άκλ.) : μεταμεσονύκτιο δείπνο ύστερα από κοσμική εκδήλωση ή διασκέδαση.

[λόγ. < γαλλ. souper]

σούπερ [súper] Ε (άκλ.) : συνήθ. στην εμπορική ή διαφημιστική γλώσσα, για να χαρακτηρίσουμε κτ. ως το καλύτερο, το τελειότερο, το μεγαλύτερο κτλ.: Tο νέο ~ αυτοκίνητο. || Bενζίνη ~ και ως ουσ. η σούπερ.

[λόγ. < αγγλ. super]

σούπερμαν ο [súperman] Ο (άκλ.) : α. Σούπερμαν, ήρωας νεότερων αφηγημάτων και κόμικς με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ικανότητες. β. (προφ.) υπεράνθρωπος.

[λόγ. < αγγλ. superman]

σουπερμάρκετ το [súpermárket] Ο (άκλ.) : μεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται λιανικώς ποικίλα είδη ευρείας κατανάλωσης (τρόφιμα, ρουχισμός, οικιακά σκεύη κτλ.). || καταχρηστικά, για διαφημιστικούς λόγους, και σε επιγραφές μικρών καταστημάτων.

[λόγ. < αγγλ. supermarket]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες