Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουλτανίνα
1 εγγραφή
σουλτανίνα η [sultanína] Ο25α : ποικιλία σταφυλιού με κίτρινες ρώγες χωρίς κουκούτσι, καθώς και η (ξανθή) σταφίδα που παρασκευάζεται από αυτό.

[ιταλ. sultanina < τουρκ. sultanî]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες