Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουβλερός
1 εγγραφή
σουβλερός -ή -ό [suvlerós] Ε1 : που καταλήγει σε οξύ άκρο, που είναι σαν σουβλί· μυτερός: Σουβλερά δόντια. Σουβλερό εργαλείο. Σουβλερή άκρη. Σουβλερή μύτη.

[σουβλ(ί) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες