Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουβέρ το [suvér] Ο (άκλ.) : μικρό κομμάτι από ύφασμα, χαρτί, φύλλο φελού κτλ., επάνω στο οποίο ακουμπούν ένα ποτήρι, για να μην εφάπτεται στην επιφάνεια τραπεζιού ή άλλου επίπλου.
[λόγ. < γαλλ. sous-verre]