Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοσιαλιστής
1 εγγραφή
σοσιαλιστής ο [sosialistís] Ο7 θηλ. σοσιαλίστρια [sosialístria] Ο27 : οπαδός του σοσιαλισμού. || (πληθ.) το κόμμα των σοσιαλιστών: Συμμετοχή των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση. || (ως επίθ.): Οι σοσιαλιστές υπουργοί.

[λόγ. < γαλλ. socialiste (-iste = -ιστής)· λόγ. σοσιαλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες