Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοσιαλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
σοσιαλίζω [sosialízo] Ρ2.1α : εφαρμόζω σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθώ σοσιαλιστική πολιτική.

[λόγ. σοσιαλ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]

σοσιαλίζων -ουσα -ον [sosialízon] Ε12 : που εφαρμόζει σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθεί σοσιαλιστική πολιτική: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.

[λόγ. μεε. του σοσιαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες