Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σομόν
1 εγγραφή
σομόν [somón] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανάμεσα στο ροζ και στο πορτοκαλί: ~ φουστάνι. ~ μπλούζα. Έβαψαν τα παντζούρια ~. || (ως ουσ.) το σομόν, το σομόν χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. saumon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες