Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολομός
1 εγγραφή
σολομός ο [solomós] Ο17 : μεγάλο ψάρι των βόρειων θαλασσών, που κατά την εποχή της αναπαραγωγής του ανεβαίνει τα ποτάμια για να εναποθέσει τα αυγά του κοντά στις πηγές και που αλιεύεται για το εκλεκτό του κρέας.

[μσν.*σολομός < λατ. salmo με ανάπτ. [o] από επίδρ. του χειλ. [m] και υποχωρ. αφομ. [a-o > o-o] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες