Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολοικισμός
1 εγγραφή
σολοικισμός ο [solikizmós] Ο17 : συντακτικό σφάλμα στη χρήση της γλώσ σας· (πρβ. βαρβαρισμός).

[λόγ. < αρχ. σολοικισμός (δες στο σόλοικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες