Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολιάζω
1 εγγραφή
σολιάζω [solázo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω καινούριες σόλες σε παπούτσια, αντικαθιστώ τις φθαρμένες σόλες: Σολιασμένα παπούτσια.

[σόλ(α) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες