Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολίστας
1 εγγραφή
σολίστ ο [solíst] Ο (άκλ.) & σολίστας ο [solístas] Ο3 θηλ. σολίστ [solíst] Ο (άκλ.) : ο διακεκριμένος μουσικός που ερμηνεύει ένα μουσικό κομμάτι ή ένα μέρος ενός μουσικού έργου μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από άλλα όργανα: ~ στο πιάνο θα είναι ο Σγούρος. || ως χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη μουσικού, διακεκριμένου στο όργανο που παίζει.

[λόγ. < γαλλ. soliste· ιταλ. solista -ς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες