Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοδομία
1 εγγραφή
σοδομία η [soδomía] Ο25 : ο σοδομισμός.

[λόγ. < γαλλ. sodomie < υστλατ. sodomia (ίδ. σημ.) < Sodom(a) -ia = -ία < ελνστ. Σόδομα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες