Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοβατίζω
1 εγγραφή
σοβατίζω [sovatízo] -ομαι & σοβαντίζω [sovadízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχρίω με σοβά την επιφάνεια ενός τοίχου.

[τουρκ. sovad(ι)- αόρ. του sovar -ίζω ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες