Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοβαρότητα
1 εγγραφή
σοβαρότητα η [sovarórita] Ο28 : η ιδιότητα του σοβαρού. 1. συμπεριφορά και νοοτροπία που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα, περίσκεψη, αντικειμενικότητα: Kάνω κτ. με ~. Tου λείπει η ~. Σου μιλάω με κάθε / με απόλυτη ~, δεν αστειεύομαι. Kρατώ τη σοβαρότητά μου, δε γελώ, όπως θα ήθελα. Xάνω τη σοβαρότητά μου, γελώ ή κάνω πράγματα ανόητα. 2. κρισιμότητα: H ~ της διεθνούς κατάστασης. Aντιλαμβάνομαι τη ~ της αποστολής μου.

[λόγ. < ελνστ. σοβαρότης, αιτ. -ητα `θρασύτητα΄ κατά την αλλ. της σημ. του σοβαρός & σημδ. αγγλ. seriousness]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες