Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σνομπισμός
1 εγγραφή
σνομπισμός ο [snobizmós] Ο17 : η συμπεριφορά του σνομπ.

[λόγ. < γαλλ. snobisme (-isme = -ισμός) < αγγλ. snob]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες