Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σνομπ
4 εγγραφές [1 - 4]
σνομπ [snób] Ε (άκλ.) : για πρόσωπο που από ματαιοδοξία θαυμάζει και υιοθετεί τις απόψεις και τη συμπεριφορά ατόμων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, περιφρονώντας συγχρόνως όποιον ή ό,τι δεν προέρχεται από αυτούς, καθώς και για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Είναι πολύ ~. ~ συμπεριφορά. ~ κύκλοι. || (ως ουσ.): Όλοι οι ~ μαζεύτηκαν εδώ.

[λόγ. < αγγλ. snob]

σνομπαρία η [snobaría] Ο25α : (προφ.) το σύνολο των σνομπ. || ο σνομπ.

[σνομπ -αρία]

σνομπάρω [snobáro] Ρ6α : αντιμετωπίζω κπ. με τρόπο υπεροπτικό και ακατάδεκτο, έχω συμπεριφορά σνομπ.

[σνομπ -άρω]

σνομπισμός ο [snobizmós] Ο17 : η συμπεριφορά του σνομπ.

[λόγ. < γαλλ. snobisme (-isme = -ισμός) < αγγλ. snob]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες