Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμύρνα
3 εγγραφές [1 - 3]
σμύρνα η [zmírna] Ο25 : αρωματική ρητίνη.

[λόγ. < αρχ. σμύρνα]

σμυρναίικος -η -ο [zmirnéikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από τη Σμύρνη: Σμυρναίικα τραγούδια. || (ως ουσ.) τα σμυρναίικα.

[αρχ. Σμυρναῖ(ος) -ικος]

σμυρναϊκός -ή -ό [zmirnaikós] Ε1 : σμυρναίικος.

[λόγ. < ελνστ. Σμυρναϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες