Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμύριδα
1 εγγραφή
σμύριδα η [zmíriδa] Ο28 : πολύ σκληρό ορυκτό που χρησιμοποιείται ως λειαντικό.

[λόγ. < ελνστ. σμύρις, αιτ. -ιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες