Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμυρναϊκός
1 εγγραφή
σμυρναϊκός -ή -ό [zmirnaikós] Ε1 : σμυρναίικος.

[λόγ. < ελνστ. Σμυρναϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες