Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμπαραλιάζω
1 εγγραφή
σμπαραλιάζω [zbaralázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. προκαλώ μεγάλη σωματική ή ψυχική φθορά σε κπ.: Tον σμπαράλιασε η γρίπη, τον εξασθένισε, τον διέλυσε. Είμαι / νιώθω σμπαραλιασμένος. Tα νεύρα μου είναι σμπαραλιασμένα. 2. κάνω κτ. κομμάτια, συντρίμμια, θρύψαλα: Tο σμπαράλια σες το αυτοκίνητο. || Σμπαράλιασε η υπηρεσία, αποδιοργανώθηκε.

[σμπαράλ(ια) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες