Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμίγω
1 εγγραφή
σμίγω [zmíγo] Ρ3α μππ. σμιγμένος : 1. για κτ. που πλησιάζει τόσο κοντά σε κτ. άλλο, ώστε να εφάπτεται ή να ενώνεται μαζί του: Εκεί που σμίγουν ο ουρανός και η θάλασσα. Tα χείλη τους έσμιξαν σ΄ ένα φιλί. || Έσμιξε τα φρύδια σαν άκουσε τα κακά μαντάτα, σε ένδειξη περισυλλογής ή στενοχώριας, τα σούφρωσε. 2. συναντιέμαι με κπ., βρίσκομαι πάλι μαζί με κπ.: Προχτές σμίξαν όλοι οι παλιοί φίλοι. ΦΡ βουνό* με βουνό (μόνο) δε σμίγει. έσμιξαν τ΄ αηδόνια!, ειρωνικά. || αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κπ., συμφιλιώνομαι μαζί του: Έσμιξε με τη γυναίκα του ύστερα από χρόνια.

[αρχ. μίσγω (παράλλ. τ. του μείγνυμι) με μετάθ. του [s] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες