Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμήνος
1 εγγραφή
σμήνος το [zmínos] Ο46 : 1. σύνολο από μέλισσες ή σφήκες: Ένα ~ από αγριεμένες μέλισσες όρμησε επάνω του. 2. πλήθος, ομάδα από πτηνά ή ζώα: ~ χελιδονιών. Σμήνη ακρίδων κατέστρεψαν τη σοδειά. 3. μονάδα της πολεμικής αεροπορίας. || ομάδα αεροπλάνων.

[λόγ. < αρχ. σμῆνος (στις σημ. 1, 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες