Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμέρνα
1 εγγραφή
σμέρνα η [zmérna] Ο25 : είδος ψαριού που συγγενεύει με το χέλι, έχει σώμα μακρύ σαν του φιδιού, χωρίς λέπια και κοιλιακά πτερύγια, ζει στα ρηχά σε σχισμάδες και το κρέας του είναι παχύ και αρκετά νόστιμο.

[αρχ. σμύραινα με συγκ. του άτ. [e] και τροπή του [ir > er] πριν από άλλο σύμφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες