Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκύφος
1 εγγραφή
σκύφος ο [skífos] Ο18 : είδος αρχαίου ελληνικού ποτηριού με δύο λαβές.

[λόγ. < αρχ. σκύφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες